πρόσκειμαι

πρόσκειμαι
ΝΑ [κεῑμαι]
1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.)
2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.)
νεοελλ.
1. μτφ. διάκειμαι φιλικά έναντι κάποιου, είμαι με το μέρος κάποιου, συμμερίζομαι τις απόψεις του (α. «πρόσκειται στην κυβέρνηση» β. «η παράταξή του πρόσκειται στην Αριστερά»)
2. (η μτχ. παρακμ.) προσκείμενος, -η, -ο
α) ως ουσ. αυτός που βρίσκεται, που είναι τοποθετημένος κοντά σε κάποιον ή σε κάτι
β) μτφ. φιλικά διακείμενος προς κάποιον, οπαδός
γ) φρ. «προσκείμενες γωνίες»
μαθημ. γωνίες που έχουν την ίδια κορυφή, κοινή πλευρά και βρίσκονται εκατέρωθεν τής κοινής αυτής πλευράς
αρχ.
1. (κυρίως για γυναίκα που δίνεται ως σύζυγος) παραστέκομαι, είμαι δίπλα - δίπλα («ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον», Σοφ.)
2. (για πεσσούς ή υπόθετα) εφαρμόζομαι ή παραμένω στη θέση μου
3. συμπεριλαμβάνομαι σε κάτι, συνδέομαι με κάτι («κακοῑς γὰρ οὐ σὺ πρόσκεισαι μόνη», Ευρ.)
4. είμαι προσκολλημένος ή αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («τῷ προσεκέετο τῶν ἀστῶν μάλιστα ὁ Ἀρίστων», Ηρόδ.)
5. (σχετικά με θεό) αφοσιώνομαι στην υπηρεσία και στη λατρεία του («πρόσκειμαι τῷ Διονύσῳ», Δίων Κάσσ.)
6. δίνω πίστη σε μια ιστορία
7. (σχετικά με κρασί) είμαι έκδοτος, είμαι φίλος, πίνω («τῇ φιλοινίῃ... προσκέεσθαι», Ηρόδ.)
8. επιδίδομαι σε κάτι («ἄγραις προσκείμεθα», Σοφ.)
9. τείνω να αποδεχθώ, αποδέχομαι («τῇ τοῡ ὄντος... προσκείμενος ἰδέᾳ», Πλάτ.)
10. επιμένω ζητώντας ή παρακαλώντας για κάτι, ικετεύω («Κύρῳ... προσέκειτο δῶρα πέμπων», Ηρόδ.)
11. στρ. πιέζω, καταδιώκω από κοντά («κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον», Ευρ.)
12. περιέρχομαι σε κάποιον, υπάγομαι («τοῑσι θεῶν τιμὴ αὕτη προσκέεται», Ηρόδ.)
13. (για ποιότητα) ανήκω, αποδίδομαι (α. «τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται», Σοφ.
β. «τὸ ῥῆμα πρόσκειται τῇ προτέρᾳ αἰτιατικῇ», Α
πολλ. Δύσκ.)
14. (για ποινές) καταλογίζομαι («προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῡντι», Ξεν.)
15. προστίθεμαι, επισυνάπτομαι (α. «ἄλγος, ἄλγει προσκείμενον», Ευρ.
β. «ταῡτα προσκείσθω... τοῑς εἰρημένοις», Ισοκρ.)
16. μαθημ. προστίθεμαι, σε αντιδιαστολή με το αφαιρούμαι
17. (λογ.) τίθεμαι ως επί πλέον γνώρισμα που ορίζει γενική έννοια
18. καθορίζομαι, ορίζομαι σε σχέση με κάτι άλλο («ὁ αὐτὸς χρόνος πρόσκειται», πάπ.)
19. μτφ. υπάρχω επιπροσθέτως
20. (ως απρόσ.) πρόσκειται
απόκειται σε κάποιον ως έργο του («ἐμοὶ τοῡτο πρόσκειται... μηδένα πελάζειν... δόμοις», Ευρ.)
21. φρ. α) «ὁ προσκείμενος ἵππος» — το άλογο που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος όταν ο αρματηλάτης περικάμπτει γωνία
β) «ἐχθρὸς πρόσκειμαί τινι» — μισούμαι από κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρόσκειμαι — βλ. πίν. 159 (μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πρόσκειμαι — to be placed pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκειμένων — πρόσκειμαι to be placed perf part mp fem gen pl πρόσκειμαι to be placed perf part mp masc/neut gen pl πρόσκειμαι to be placed pres part mp fem gen pl πρόσκειμαι to be placed pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκείμενον — πρόσκειμαι to be placed perf part mp masc acc sg πρόσκειμαι to be placed perf part mp neut nom/voc/acc sg πρόσκειμαι to be placed pres part mp masc acc sg πρόσκειμαι to be placed pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσκεισθε — πρόσκειμαι to be placed pres imperat mp 2nd pl πρόσκειμαι to be placed pres ind mp 2nd pl πρόσκειμαι to be placed imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκειμέναις — πρόσκειμαι to be placed perf part mp fem dat pl πρόσκειμαι to be placed pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκειμένη — πρόσκειμαι to be placed perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) πρόσκειμαι to be placed pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκειμένην — πρόσκειμαι to be placed perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) πρόσκειμαι to be placed pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκειμένης — πρόσκειμαι to be placed perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) πρόσκειμαι to be placed pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκειμένοις — πρόσκειμαι to be placed perf part mp masc/neut dat pl πρόσκειμαι to be placed pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”